καὶ μὲν τοῖσιν ἐγὼ μεϑομίλεον
1μεθομιλώ — μεθομιλῶ, έω (Α) έχω σχέση με κάποιον ή συναναστρέφομαι κάποιον («καὶ μὲν τοῑσιν ἐγὼ μεθομίλεον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὁμιλῶ] …
1μεθομιλώ — μεθομιλῶ, έω (Α) έχω σχέση με κάποιον ή συναναστρέφομαι κάποιον («καὶ μὲν τοῑσιν ἐγὼ μεθομίλεον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὁμιλῶ] …