καὶ λάσιος
1λάσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος. * * * (I) α, ο (Α λάσιος, ία, ον και λάσιος, ον) αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος… …
2λασιόθριξ — ο, η, και λασιότριχος, η, ο (Α λασιόθριξ, τριχος και λασιότριχος, ον και λασιοτριχής, ές) αυτός που έχει πυκυά μαλλιά, δασύτριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + θριξ (< θρίξ «τρίχα»), πρβλ. δασύ θριξ, λευκό θριξ. Ο τ. λασιότριχος <… …
3λάσα — (Lasa). Πόλη (139.822 κάτ. το 1998) της Κίνας, πρωτεύουσα της αυτόνομης κινεζικής περιοχής του Θιβέτ. Βρίσκεται στο κέντρο της πιο φιλόξενης ζώνης της χώρας, στη δεξιά όχθη του Kιί τσου (παραποτάμου του Βραχμαπούτρα) και στη βορειοανατολική… …
4λασίων — Αρχαία πόλη της Ηλείας. Βρισκόταν στο οροπέδιο της Φολόης. Οι ιδρυτές της ήταν Αρκάδες, αλλά τον 4o και τον 3o αι. π.Χ. ανήκε εκ περιτροπής σε αυτούς και στους Ηλείους. Το 217 π.Χ. ο Φίλιππος E’ της Μακεδονίας κατέλαβε την πόλη και την απέδωσε… …
5λασία — Ονομασία της Άνδρου, της Λέσβου και του Πόρου κατά την αρχαιότητα, καθώς και ενός όρμου στην Επιδαύρια. * * * η ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας coccinelidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lasie (< λάσιος)] …
6λαισήιον — λαισήιον, τὸ (Α) είδος μικρής ελαφριάς δερμάτινης ασπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ήιον, που χαρακτηρίζει ονομ. σκευών (πρβλ. χαλκ ήιον), και συνδέεται πιθ. με τη λ. λάσιος*. Κατ άλλους, πρόκειται για δάνεια λ.… …
7λασιόμαλον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μῆλον τὸ ἔχον χνοῡν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + μᾶλον, αιολ. και δωρ. τ. τού μῆλον] …