καϑῆται

  • 11φόρεμα — έματος, το, ΝΜΑ, και φόρημα Α [φορῶ] νεοελλ. 1. γυναικείο, κυρίως, εξωτερικό ένδυμα 2. πανωφόρι 3. στον πληθ. τα φορέματα το σύνολο τού γυναικείου ρουχισμού μσν. αρχ. καθετί που φορεί κανείς ως κάλυμμα ή ως ένδυμα αρχ. 1. φορτίο 2. αυτό που… …

    Dictionary of Greek

  • 12όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… …

    Dictionary of Greek

  • 13ē̆s- —     ē̆s     English meaning: to sit     Deutsche Übersetzung: (nur medial) ‘sitzen”     Material: O.Ind. üstē, Av. üste “he sits” (= Gk. Att. ἧσται ds.), E.Iran. üs , 3. pl. O.Ind. üsatē (== Gk. Hom. εἵαται, lies ἥαται), Av. ü̊ŋhǝntē, Gk.… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary