καϑαυαίνω

  • 1καταυαίνω — και καθαυαίνω (Α) (επιτ. τ. τού αυαίνω*) καταξεραίνω, καταστεγνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐαίνω «ξεραίνω, στεγνώνω»] …

    Dictionary of Greek