καϑαπτὸν ὄργανον

  • 1καθαπτός — καθαπτός, ή, όν (Α) [καθάπτω] 1. εφοδιασμένος με κάτι, εξοπλισμένος ή ντυμένος με κάτι 2. φρ. «καθαπτὸν ὄργανον» όργανο που κρούεται με το χέρι, όπως το τύμπανο κ.λπ …

    Dictionary of Greek