καϑ' ἅ
71καθό — (Α καθό) (αντί τού καθ ὅ, όπως πρέπει ίσως να γράφεται) για τον λόγο ότι είναι, δεδομένου ότι είναι, διότι είναι («τούς προτιμούν καθό σοφότεροι») αρχ. 1. καθόσον, όπως, σύμφωνα με το οποίο 2. ως προς, σε αναφορά με («καθὸ μεγέθει καὶ καθὸ… …
72καθότι — (Α καθότι και καθ ὅ,τι, ιων. τ. κατότι και κατ ὅ,τι) 1. κατά ποιόν τρόπο, πώς ή καθώς, όπως («καθότι γέγραπται») 2. επειδή, διότι (α. «δεν τόν άκουσα, καθότι είμαι βαρήκοος» β. «ὁ μὲν Ἀρτάβαζος, κατότι πρεσβύτατός τε εἴη», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
73λεξικό — Κατάλογος ή συλλογή λέξεων μίας γλώσσας, μίας διαλέκτου ή καθορισμένης ύλης, διατεταγμένων κατά κάποια συγκεκριμένη τάξη –συνήθως αλφαβητική– και με την αντίστοιχη ερμηνεία στην ίδια ή σε μια άλλη γλώσσα. Ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, τα λ.… …
74λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …
75οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… …
76ομοιότητα — Δύο σχήματα χαρακτηρίζονται όμοια αν είναι δυνατό να καθοριστεί μεταξύ των σημείων τους μια αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία, η οποία διατηρεί τα σημεία που βρίσκοντα σε ευθεία, έτσι ώστε ο λόγος (έστω λ) μεταξύ δύο οποιωνδήποτε αντίστοιχων τμημάτων… …
77ος — (I) η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ) (αναφ. αντων.) 1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» αυτός για τον οποίο μιλάμε β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «καθ ο», «καθ α» και, με συντμ., «καθό», «καθά» i) λόγω τού ότι ii) ακριβώς… …
78πάννυχος — ον, ΜΑ 1. αυτός που ενεργεί ή υφίσταται κάτι καθ όλη τη νύχτα («πάννυχοι δὴ διάπλοον καθίστασαν ναῶν ἄνακτες», Αισχύλ.) 2. αυτός που διαρκεί, που παραμένει όλη τη νύχτα («παννύχου σελάνας», Ευρ.) αρχ. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πάννυχα καθ όλη τη… …
79παννυχίζω — Α [παννυχίς] 1. (ενεργ. και μέσ.) αγρυπνώ σε εορτή καθ όλη τη διάρκεια τής νύχτας, τελώ αγρυπνία από την εσπέρα τής προηγούμενης ημέρας 2. κάνω κάτι καθ όλη τη διάρκεια τής νύχτας, αγρυπνώ, ξενυχτώ, κρατώ όλη τη νύχτα («φλὸξ συνεχὲς παννυχίζουσα» …
80πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… …