καύσωνας
1καύσωνας — ο (ΑΜ καύσων, ωνος, Μ και καύσωνας) [καύσος] υπερβολική θερμότητα τής ατμόσφαιρας, ανυπόφορη ζέστη, κάψα, λάβρα, λιοπύρι (α. «πέθαναν πολλά άτομα από τον καύσωνα» β. «ὁ καύσων ἦλθεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῡ, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν κλίνην», ΠΔ) μσν. μτφ …
2καύσωνας — ο μεγάλη ζέστη: Σήμερα έχει καύσωνα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3καύσωνας — καύσων burning heat masc acc pl …
4καύσος — Επώδυνη αίσθηση καψίματος στο στήθος, ακριβώς κάτω από το στέρνο. Συνήθως παρουσιάζεται ύστερα από κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας φαγητού, τροφών με καρυκεύματα ή αλκοολούχων ποτών. Οφείλεται στον ερεθισμό του οισοφάγου λόγω αναγωγής του… …
5άδραγμα — το [αδράχνω] 1. βίαιο πιάσιμο, άρπαγμα 2. ακαμψία μέλους τού σώματος, «πιάσιμο» 3. «κάψιμο», η καταστροφή τών δημητριακών που προκαλείται, όταν μετά από βροχή επακολουθήσει καύσωνας …
6ίδος — ἶδος, τὸ (Α) 1. ιδρώτας 2. θερμότητα 3. καύσωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες τού Ησυχίου εἶδος καῡμα και ἠεῑδος πνῑγος οδηγούν στην αναγωγή τής λ. σε IE *sweidos «ιδρώτας» > *Fεῑδος > *ἷδος, με ιωτακισμό κατ επίδραση τού συγγενούς σημασιολογικά τ …
7αίθος — αἶθος, ο και το (Α) [αἴθω] καύσωνας, καύμα, φωτιά …
8αναλυμός — ο [αναλύω] 1. υπερβολικός καύσωνας 2. το ανάλυμα* …
9διάκαυμα — διάκαυμα, το (AM) 1. υπερβολικός καύσωνας 2. πολύ θερμός τόπος …
10θάλψις — θάλψις, ή (AM) [θάλπω] 1. θέρμανση, ζέσταμα 2. στοργή, παρηγοριά αρχ. (για τις εποχές τού έτους) υψηλή θερμοκρασία, καύσωνας …