1Καυστρίων — Καϋστρίων , Καύστριος of fem gen pl Καϋστρίων , Καύστριος of masc/neut gen pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2Καΰστριος — Καΰστριος, ία, ον (Α) αυτός που ανήκει στον ποταμό τής δυτικής Μικρός Ασίας Κάυστρο ή αυτός που προέρχεται από τον Κάυστρο («ἐτρυχόμεσθα διὰ Καϋστρίων πεδίων», Αριστοφ.) …
Dictionary of Greek