καχρυόεις
1καχρυόεις — καχρυόεις, εσσα, εν (Α) όμοιος με φρυγμένο κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς + επίθ. όεις (πρβλ. αστερ όεις, φλογ όεις)] …
2καχρυόεσσαν — καχρυόεις bearing fem acc sg …
3καχρυώδης — καχρυώδης, ες (Α) ο καχρυόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς + κατάλ. ώδης) …