καχεξία
1καχεξία — καχεξίᾱ , καχεξία bad habit of body fem nom/voc/acc dual καχεξίᾱ , καχεξία bad habit of body fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2καχεξίᾳ — καχεξίαι , καχεξία bad habit of body fem nom/voc pl καχεξίᾱͅ , καχεξία bad habit of body fem dat sg (attic doric aeolic) …
3καχεξία — Βαριά εξασθένηση του οργανισμού που ακολουθεί τον υποσιτισμό, την ασιτία ή χρόνια νοσήματα. Χαρακτηριστικά αυτής της παθολογικής κατάστασης είναι η έντονη απίσχνανση, η άμβλυνση των ψυχικών λειτουργιών και η ατροφία όλων των οργάνων και των ιστών …
4καχεξία — η κακή σωματική κατάσταση, έλλειψη υγείας: Έχει καχεξία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5καχεξίας — καχεξίᾱς , καχεξία bad habit of body fem acc pl καχεξίᾱς , καχεξία bad habit of body fem gen sg (attic doric aeolic) …
6καχεξίαι — καχεξία bad habit of body fem nom/voc pl καχεξίᾱͅ , καχεξία bad habit of body fem dat sg (attic doric aeolic) …
7καχεξίαν — καχεξίᾱν , καχεξία bad habit of body fem acc sg (attic doric aeolic) …
8καχεξιῶν — καχεξία bad habit of body fem gen pl …
9καχεξίαις — καχεξία bad habit of body fem dat pl …
10καχεξίη — καχεξία bad habit of body fem nom/voc sg (epic ionic) …