Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καυτός

  • 1 горячий

    горячий 1) ζεστός, θερμός καυτός \горячийая вода το ζεστό νερό \горячий источник η θερμο πηγή 2) перен. φλογερός \горячий приём η θερμή υποδοχή
    * * *
    1) ζεστός, θερμός; καυτός

    горя́чая вода́ — το ζεστό νερό

    горя́чий исто́чник — η θερμοπηγή

    2) перен. φλογερός

    горя́чий приём — η θερμή υποδοχή

    Русско-греческий словарь > горячий

  • 2 горячий

    επ., βρ: -ряч, -а, -о.
    1. θερμός, ζεστός. || καυτός, καυτερός, ζεματιστός. || μτφ. διακαής, ένθερμος, διάπυρος•

    -ее желание διακαής πόθος.

    2. μτφ. θερμός•

    горячий привет θερμός χαιρετισμός•

    горячий защитник θερμός υποστηριχτής.

    || ζωηρός•

    горячий спор ζωηρή συζήτηση.

    || μεγάλος•

    горячий поклонник μεγάλος θαυμαστής, λάτρης.

    || οξύθυμος, θυμικός•

    -ая голова θερμόαιμος, θερμοκέφαλος.

    || σφοδρός•

    -ая любовь σφοδρός έρωτας.

    3. ευέξαπτος, ευερέθιστος, ευδιέγερτος, αράθυμος, τσινιάρης. || ορμητικός, ακράτητος, ατίθασος (για άλογα).
    4. εντατικός (γιά καιρό, εποχή)•

    -ая пора καιρός εντατικής δουλείας (θέρος-τρύγος• πόλεμος)•

    -ие дни μέρες φούριας.

    5. καυτός•

    -ая обработка металла καυτό δούλεμα μετάλλου.

    6. ουσ. ουδ. -ее το ζεστό φαγητό.
    εκφρ.
    - ая кровь у кого – ο θερμόαιμος•
    - ие напиткиπαλ. οινοπνευματώδη ποτά•
    по -им следам – α) στα νωπά ίχνη. β) αμέσως μετά (από ένα γεγονός)•
    под -ую руку (попасть) – πέφτω επάνω σε εξοργισμένο.

    Большой русско-греческий словарь > горячий

  • 3 горячий

    ζεστός, καυτός, θερμός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горячий

  • 4 жаркий

    επ., βρ: -рок, -рка, -рко; жарче.
    1. θερμός, ζεστός, καυτερός•

    жаркий день ζεστή μέρα.

    || τροπικός•

    -ие страны οι θερμές χώρες. καυτός•

    -ие слезы καυτά δάκρυα.

    2. μτφ. διακαής, φλογερός, ένθερμος. || ζωηρότατος, θυελλώδης•

    жаркий спор ζωηρότατη συζήτηση.

    3. δυνατός, ισχυρός, γερός•

    -ая перестрелка γερή ανταλλαγή πυρών.

    4. παλ. πυρόχρωμος.

    Большой русско-греческий словарь > жаркий

  • 5 жаровой

    επ.
    1. θερμός, ζεστός, καυτός.
    2. θερμοπληκτικός•

    жаровой удар θερμοπληξία.

    Большой русско-греческий словарь > жаровой

  • 6 жгучий

    επ., βρ: жгуч, -а, -е
    1. θερμός, καυστικός, πυρωμένος, καυτός•

    жгучий воздух пустыни ο θερμός αέρας της ερήμου•

    -ее солнце καυτερός ήλιος.

    || καυτερός, τσουχτερός•

    -ее перец καυτερή πιπεριά.

    || δυνατός• ανυπόφορος•

    -ая боль σουβλερός πόνος•

    жгучий мороз τσουχτερό κρύο.

    2. μτφ. δριμύς, πικρός,δηκτικός, οξύς• πολύ δυνατός•

    жгучий стыд ξεροκοκκίνισμα από ντροπή•

    -ая тоска καημός, μαράζι•

    -ее раскаяние πικρή μεταμέλεια•

    -ые слезы καυτά δάκρυα•

    -ая обида βαριά προσβολή•

    -ее впечатление αλγεινή εντύπωση•

    жгучий взгляд φλογερή ματιά.

    εκφρ.
    жгучий вопрос – φλέγον ζήτημα•
    - ая насмешка – τσουχτερή κοροίδία•
    - ая сатира – δη-τική σάτυρα•
    жгучий брюнет, -ая брюнетка – πολύ μελαχροινός, -ή.

    Большой русско-греческий словарь > жгучий

  • 7 нежаркий

    επ.
    όχι πολύ ζεστός, (θερμός), ζεστούτσικος, λίγο ζεστός•

    -ое солнце όχι καυτός ήλιος.

    || δροσερός, δροσάτος•

    -ое лето δροσερό καλοκαίρι.

    Большой русско-греческий словарь > нежаркий

  • 8 палящий

    επ. από μτχ.
    καυτός, πολύ θερμός•

    палящий зной καύσωνας, κάψα.

    Большой русско-греческий словарь > палящий

  • 9 пламенный

    επ., βρ: -менен, -менна, -менно.
    1. παλ. φλογώδης φλογοβόλος.
    2. μτφ. φλογερός, έντονος• ένθερμος, διακαής γεμάτος πάθος, ενθουσιασμό, έξαρση•

    -ое усердие ένθερμος ζήλος•

    пламенный патриот φλογερός πατριώτης•

    пламенный взгляд φλογερό βλέμμα•

    -ое желание διακαής πόθος•

    -ые стихи φλογεροί στίχοι.

    3. μτφ. θερμός, καυτερός, καυτός.
    4. κόκκινος, ερυθρός κοκκινοπορτοκαλής•

    пламенный закат κόκκινο ηλιοβασίλεμα.

    εκφρ.
    - ая печь – κάμινος φλογοβόλα θολωτή.

    Большой русско-греческий словарь > пламенный

См. также в других словарях:

  • καυτός — (I) και καυστός, ή, ό (ΑΜ καυτός και καυστός, ή, όν) [καίω] αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.) νεοελλ. ζωτικός, βασικός («καυτά… …   Dictionary of Greek

  • καυτός — καυστός burnt masc nom sg καυτός burnt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτός — ή, ό θερμός, ζεματιστός: Έπεσε καυτό νερό πάνω του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καὐτός — αὐτός , αὐτός self masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολόκαυτος — και ολόκαυστος, η, ο (Α ολόκαυτος και ολόκαυστος, ον) αυτός που κάηκε ολόκληρος, που αποτεφρώθηκε αρχ. αυτός που φλέγεται, που καίγεται. επίρρ... ὁλοκαύτως (Α) με ολόκαυτο τρόπο, με τέλεια καύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + καυτός / καυστος (<… …   Dictionary of Greek

  • θεοκαρβουνόκαυτος — η, ο κατακαμένος, καταραμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κάρβουνο + καυτός (< καίω), πρβλ. δυσκολό καυτος, ολό καυτος] …   Dictionary of Greek

  • ιεροκαυτώ — ἱεροκαυτῶ, έω (Α) 1. προσφέρω θυσία ως ολοκαύτωμα 2. παθ. ἱεροκαυτοῡμαι, έομαι καίγομαι ως θύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + καυτώ (< καυτος < καυτός), πρβλ. λυχνο καυτώ, ολο καυτώ] …   Dictionary of Greek

  • πυρίκαυστος — η, ο / πυρίκαυστος, ον, ΝΜΑ, και πυρίκαυτος, ον, Α 1. αυτός που, έχει καεί στη φωτιά 2. αυτός που προξενείται από τη φωτιά («φλυκταινίδες ὥσπερ πυρίκαυστοι», Ιπποκρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το πυρίκαυστο έμπλαστρο ή αλοιφή για καμμένο τμήμα τού… …   Dictionary of Greek

  • καυτόν — καυστός burnt masc acc sg καυστός burnt neut nom/voc/acc sg καυτός burnt masc acc sg καυτός burnt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Alea iacta est — ist lateinisch und bedeutet wörtlich übersetzt „Der Würfel ist geworfen worden“. Die traditionelle deutsche Übersetzung lautet jedoch frei „Der Würfel ist gefallen!“ oder „Die Würfel sind gefallen!“, wobei der Lateiner eher das Passiv, der… …   Deutsch Wikipedia

  • Alea iacta sunt — alea iacta est ist lateinisch und bedeutet wörtlich übersetzt „Der Würfel ist geworfen worden“. Die traditionelle deutsche Übersetzung lautet jedoch frei „Der Würfel ist gefallen!“ oder „Die Würfel sind gefallen!“, wobei der Lateiner eher das… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»