καυνός
1καυνός — masc nom sg …
2Καῦνος — masc nom sg …
3καύνος — Αρχαία πόλη της Καρίας, κοντά στον ποταμό Κάλβι. Οι κάτοικοί της ήταν πλούσιοι και γνωστοί για τη μανία τους να επιδεικνύουν τον πλούτο τους. Ήταν όμως γνωστοί και για την ωχρότητά τους, που οφειλόταν στην ελονοσία από τους βάλτους που σχημάτιζε… …
4Кавн — (Καΰνος): 1) сын Милета, основателя малоазиатского города того же имени; Известна, в особенности из Овидия (Met. IX, 453 и сл.), история преступной любви к нему его сестры Вивлиды. К. бежал из отечества в Ликию, где основал соименный ему город. У …
5Καῦνοι — Καῦνος masc nom/voc pl …
6Καῦνον — Καῦνος masc acc sg …
7Καύνου — Καῦνος masc gen sg …
8Καύνῳ — Καῦνος masc dat sg …
9Кавн (город) — Древний город Кавн греч. Καΰνος …
10Καύνιος — Καύνιος, ία, ον (Α) [Καύνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη τής Καρίας Καύνο ή που κατάγεται από την Καύνο («οἱ δὲ Καύνιοι αὐτόχθονες δοκέειν ἐμοί εἰσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. α) «ἡ Καυνία βοῡς» για περιπτώσεις ματαιοπονίας, γιατί η… …