καυνάκης
1καυνάκης — Υφαντό ένδυμα που έμοιαζε πολύ με δέρμα γίδας και το χρησιμοποιούσαν άνδρες και γυναίκες την πρώιμη σουμεριακή εποχή. Οι άνδρες φορούσαν τον κ. από τη μέση, αφήνοντας ακάλυπτο το στήθος, ενώ οι γυναίκες κάλυπταν με αυτό ολόκληρο το σώμα τους,… …
2καυνάκης — καυνάκη thick cloak fem gen sg (attic epic ionic) καυνάκης thick cloak masc nom sg …
3καυνάκη — και γαυνάκη, ἡ (Α) καυνάκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυνάκης, ὁ, με αλλαγή γένους] …
4καυνακοπλόκος — καυνακοπλόκος, ὁ (Α) αυτός που υφαίνει το ένδυμα καυνάκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυνάκης + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στιχο πλόκος] …
5καυνάκαι — καυνάκᾱͅ , καυνάκη thick cloak fem dat sg (doric aeolic) καυνάκης thick cloak masc nom/voc pl καυνάκᾱͅ , καυνάκης thick cloak masc dat sg (doric aeolic) …
6καυνάκας — καυνάκᾱς , καυνάκη thick cloak fem acc pl καυνάκᾱς , καυνάκη thick cloak fem gen sg (doric aeolic) καυνάκᾱς , καυνάκης thick cloak masc acc pl καυνάκᾱς , καυνάκης thick cloak masc nom sg (epic doric aeolic) …
7гуня — ветхая одежонка , гунка пеленка , укр. гуня сермяга болг. гуня плащ из козьей шерсти , сербохорв. гу̑њ вид верхнего платья , словен. gunj, чеш. houně ворсистая ткань, одеяло , слвц. huňa, польск. gunia – то же. Заимств. из др. ир. gaunyā ж.… …
8куна — I куна I., куница – зверек Мustela , др. русск. куна денежная единица, равная 1/22 гривны, первонач. означало куний мех, стоящий 1 диргем (Пов. врем. лет), затем куны мн. деньги , до ХV в. (см. Бауэр у Шрёттера, 333 и сл.), укр., блр. куна, болг …
9Каунакес — Бактрийская статуэтка женщины в каунакесе Каунакес (греч …
10γαυνάκης — γαυνάκης, ο (Α) ο καυνάκης, ένδυμα από χοντρό ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λέξη, πιθανώς από το περσικό *gαunαkα «τριχωτός» (πρβλ. αβεστ. gαοnα «μαλλιά, χρώμα μαλλιών», ακκαδ. gunαkku «είδος πανωφοριού»)] …
- 1
- 2