καυματώδης
11καυματώδεις — καυματώδης burning masc/fem acc pl καυματώδης burning masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
12καυματώδεας — καυματώδης burning masc/fem acc pl (epic ionic) …
13καυματώδεσι — καυματώδης burning masc/fem/neut dat pl …
14καυματώδους — καυματώδης burning masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …
15καματώδης — (I) καματώδης, ῶδες (Μ) υπερβολικά ζεστός, καυτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυματώδης (< καῦμα < καίω) με απλοποίηση τού συμφων. συμπλέγμ. vm σε m ]. (II) καματώδης, ες (Α) επίπονος, κοπιαστικός, οχληρός (α. «θέρεος καματώδεος», Ησίοδ. β.… …
16καυσώδης — καυσώδης, ῶδες (ΑΜ) [καύσος] αυτός που επιφέρει καύσο, θερμότητα, πολύ ζεστός, καυματώδης («σκληρά καὶ καυσώδεα ὕδατα», Ιπποκρ.) αρχ. 1. αυτός που υποφέρει από καύσωνα, ξερός («καυσώδης καὶ ξηρὰ γῆ», Θεόφρ.) 2. αστρολ. (για τα ζώδια) αυτός που… …
- 1
- 2