καυλίας
1καυλίας — καυλίας, ὁ (Α) [καυλός] (για χυμό) αυτός που παράγεται από τον καυλό τών φυτών («ὀπόν... ἔχει, τὸν μὲν ἀπὸ τοῡ καυλοῡ τὸν δὲ ἀπὸ τῆς ρίζης, διὸ καλούσι τὸν μὲν καυλίαν τὸν δὲ ῥιζίαν», Θεόφρ.) …
2καυλίας — καυλίᾱς , καυλίας extracted from a stalk masc acc pl καυλίᾱς , καυλίας extracted from a stalk masc nom sg (attic epic doric aeolic) …
3καυλία — καυλίᾱ , καυλίας extracted from a stalk masc nom/voc/acc dual καυλίας extracted from a stalk masc voc sg καυλίᾱ , καυλίας extracted from a stalk masc voc sg (attic) καυλίᾱ , καυλίας extracted from a stalk masc gen sg (doric aeolic) καυλίας… …
4καυλίαν — καυλίᾱν , καυλίας extracted from a stalk masc acc sg (attic epic doric aeolic) καυλίας extracted from a stalk masc acc sg …
5SILPHIUM — Cyrenensibus σἰρφι aut σίλφι, item σέρφι, unde Graecis σίλφιον et σίλπον, Latinis Sirpe, Silpe, et Serpe, atque porro lac serpicium, unde Laserpicium; aliquando pro succo ipso sumitur, unde σιλφιωτα, lasere inspaersa, atque haec propria notio… …
6καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία …