κατ-ᾰκούω

  • 1ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …

    Dictionary of Greek

  • 2καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 3παρακούω — ΝΜΑ 1. ακούω άλλο αντί άλλου, ακούω κάτι διαφορετικά από ό,τι λέγεται, ακούω κάτι εσφαλμένα («παρορῶσί τε καὶ παρακούουσι καὶ παρανοοῡσι πλεῑστα», Πλάτ.) 2. αντιλαμβάνομαι πλημμελώς, παρανοώ 3. επιδεικνύω απείθεια, ανυπακοή σχετικά με εντολή που… …

    Dictionary of Greek

  • 4ακροώμαι — ἀκροῶμαι ( άομαι) (Α) 1. ακούω (κάποιον), κυρίως με προσοχή 2. προσέχω τα λεγόμενα κάποιου, δίνω προσοχή, υπακούω 3. (για γιατρούς) ακροάζομαι* 4. (μτχ.) ἀκροώμενος, η, ον α. αυτός που ακούει, που παρακολουθεί διαλέξεις, ο ακροατής β. αναγνώστης… …

    Dictionary of Greek

  • 5υπακούω — ὑπακούω ΝΜΑ [ακούω] ακούω με σεβασμό μία επιταγή και συμμορφώνομαι προς αυτήν νεοελλ. 1. είμαι υπάκουος, ευπειθής 2. (κατ επέκτ.) διέπομαι («το φαινόμενο υπακούει στον νόμο τής βαρύτητας») μσν. αρχ. 1. υποτάσσομαι σε κάποιον 2. εκκλ. ψάλλω σε… …

    Dictionary of Greek

  • 6κατακλύω — (Α) ακούω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κλύω «ακούω»] …

    Dictionary of Greek

  • 7ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά …

    Dictionary of Greek

  • 8ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …

    Dictionary of Greek

  • 9αγροικώ — και γροικώ (Ν και (α)γροικάω) (Μ και ἐγροικῶ) 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, αναγνωρίζω 2. αισθάνομαι, νιώθω 3. έχω την αίσθηση τής ακοής, ακούω 4. υπακούω, πείθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Κοραή (Άτακτα 2, 95 6) το ρήμα προήλθε από το… …

    Dictionary of Greek

  • 10αφου(γ)κράζομαι — και αφαγκράζομαι και αφακράζομαι και αφουκρούμαι 1. ακούω με προσοχή 2. στήνω αφτί, κρυφακούω 3. ακροάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι νεοελλ. τ. αφου(γ)κράζομαι, αφακράζομαι, αφουκρούμαι προήλθαν από το αρχ. επακροώμαι με τις ακόλουθες μεταβολές: επακροώμαι… …

    Dictionary of Greek