κατ-ευτελίζω

  • 1κατεξευτελίζω — και καταξευτελίζω εξευτελίζω εντελώς, ταπεινώνω σε έσχατο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐξ ευτελίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αθανάσιο Χριστόπουλο] …

    Dictionary of Greek