κατ-επ-αγγέλλομαι
1κατεπαγγέλλομαι — (Α) 1. υπόσχομαι πολλά ή υπερβολικά ή αναλαμβάνω υποχρεώσεις, δίνω μεγάλες υποσχέσεις («τὸ παρὸν λυμαινόμενος, τὸ δὲ μέλλον κατεπαγγελλόμενος», Αισχίν.) 2. διαβεβαιώνω κάποιον για κάτι («οὗτος ὀρθῶς κατεπαγγελλόμενος τῇ φιλίᾳ τὴν πολιτείαν»,… …