κατ-επείγω

  • 1κατεπειγόντως — επίρρ. πολύ βιαστικά, ταχύτατα, επειγόντως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ επείγων, οντος, μτχ. ενεστ. τού ρ. κατ επείγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στην εφημερίδα Φιλόπατρις] …

    Dictionary of Greek