κατ-ειρωνεύομαι

  • 1κατόνομαι — (Α) επιτιμώ κάποιον, καταφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὄνομαι «κατηγορώ, ειρωνεύομαι»] …

    Dictionary of Greek