κατ-αντίον

  • 1καταντίον — και καταντία (Α) επίρρ. ακριβώς απέναντι, κατευθείαν απέναντι («καταντίον δ αὑτοῡ αἱ ἵπποι τετάφαται», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀντίον / ἀντία (< ἀντίος «αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλον»), πρβλ. εν αντίον] …

    Dictionary of Greek

  • 2άντζα — η (Μ ἄντζα) 1. η λακκούβα κάτω από το γόνατο, και επεκτ. η κνήμη 2. ο μηρός 3. το σκέλος 4. ο ταρσός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας παρά το πλήθος των προτεινόμενων ετυμολογικών ερμηνειών. Πιθανώς < ουσ. αντζί < αντίον «εργαλείο… …

    Dictionary of Greek