κατ-ανδρίζομαι

  • 1κατανδρίζομαι — (AM) μσν. διαπράττω πράξεις θρασείες και ασεβείς αρχ. μάχομαι γενναία εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀνδρίζομαι] …

    Dictionary of Greek