κατ-άωρος

  • 1άωρος — (I) ἄωρος, ον (Α) [ώρα] 1. ανώριμος, άγουρος 2. άκαιρος, παράκαιρος 3. δύσμορφος, αποκρουστικός. (II) ἄωρος, ον (Α) 1. μετέωρος 2. (για πόδια ζώου) μπροστινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολογίας, στην οποία έχουν δοθεί διάφορες… …

    Dictionary of Greek