κατῶρυξ
1κατώρυξ — ο, η (Α κατῶρυξ, ώρυχος και κατωρυχής, ές) νεοελλ. το ξύλο στρατιωτικής γέφυρας η οποία μπήγεται στο έδαφος μόλις αρχίσουν οι εργασίες κατασκευής αρχ. 1. αυτός που έχει εξορυχθεί, αυτός που βγήκε από τη γη («ἀγορή... λάεσσι κατωρυχέεσσ ἀραρυῑα»,… …
2κατωρυχέας — κατῶρυξ dug out masc/fem acc pl (epic ionic) …
3κατωρυχέες — κατῶρυξ dug out masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …
4κατωρυχέεσι — κατῶρυξ dug out masc/fem/neut dat pl (epic ionic) …
5κατωρυχέεσσι — κατῶρυξ dug out masc/fem/neut dat pl (epic) …
6κατωρυχέεσσιν — κατῶρυξ dug out masc/fem/neut dat pl (epic) …
7κατωρυχέσι — κατῶρυξ dug out masc/fem/neut dat pl …
8κατωρυχής — κατωρυχής, ές (Α) βλ. κατώρυξ …
9κατωρύχιος — κατωρύχιος, ον (Α) [κατώρυξ] (για νερό) αυτός που ρέει υπογείως …
10κατώρυχος — κατώρυχος, ον (Α) 1. ο κτισμένος μέσα στο έδαφος («οἰκήματα κατώρυχα», Δίων Κάσσ.) 2. αυτός που ζει μέσα στο έδαφος 3. (για αστέρα) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ορίζοντα 4. (το αρσ. ως επωνύμιο) τρωγλοδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος θεματικός… …
- 1
- 2