κατέαξα
1κατέαξα — κατέᾱξα , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. aor ind act 1st sg κατεάσσω Cat.Cod. Astr. aor ind act 1st sg (homeric ionic) …
2κατεάξας — κατεάξᾱς , κατεάσσω Cat.Cod. Astr. aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
3κατεάξασα — κατεάξᾱσα , κατεάσσω Cat.Cod. Astr. aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4ναυαγός — ο και η (ΑΜ ναυαγός, όν, Α ιων. τ. ναυηγός) αυτός που ναυάγησε, καραβοτσακισμένος («οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ναυαγούς», Ξεν.) νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει αποτύχει στη ζωή του («είναι ένας ναυαγός τού έρωτα») αρχ. 1. ως ουσ. αυτός που οδηγεί …
5κατέαξ' — κατέᾱξα , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. aor ind act 1st sg κατέᾱξο , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. plup ind mp 2nd sg (attic) κατέᾱξο , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf imperat mp 2nd sg (attic) κατέᾱξε , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. aor ind act 3rd sg… …