κατά-πονος

  • 51АРИСТИПП —    • Aristippus,          Άρίστιππος, из Кирены, основатель школы киренаиков (или гедоников), получившей и свое название от имени его родного города; провел свою юность в Афинах в обществе Сократа (αφιγμένος Άθήναζε κατα κλέος Σωκράτους), а… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 52-αλγία — Γλωσσ. β συνθετικό ουσιαστικών τόσο τής αρχαίας όσο και τής νεώτερης Ελληνικής ετυμολογικά το τέρμα αλγία συνδέεται με το ουσιαστικό άλγος, «πόνος», και δηλώνει κυρίως «πόνο, νοσηρή κατάσταση». Πρβλ. τα σύνθετα: γλωσσαλγία, γομφαλγία, καρδιαλγία …

    Dictionary of Greek

  • 53άεσις — ἄεσις ( εως), η (Α) κατά τον Ησύχιο, «πόνος, βλάβη». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀάω «βλάπτω»] …

    Dictionary of Greek

  • 54έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 55αιμωδία — Μερική ή ολική απώλεια αίσθησης σε ένα μέρος του σώματος, η οποία είναι αποτέλεσμα παρεμβολής στη διάβαση ερεθισμάτων κατά μήκος των αισθητηρίων νεύρων. * * * η (Α αἱμωδία) νεοελλ. τοπικό ή γενικό μούδιασμα (κν. μούδιασμα, μυρμήγκιασμα) αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 56αλγολαγνεία — Σεξουαλική διαστροφή. Η ανάγκη ορισμένων ανώμαλων ατόμων να συνδυάζουν τη σεξουαλική πράξη με τη βία, την ταπείνωση, τη σκληρότητα κλπ., με στόχο τη μεγαλύτερη σεξουαλική απόλαυση ή και την ίδια τη σεξουαλική ηδονή, που είναι ανίκανοι να… …

    Dictionary of Greek

  • 57διάταση — Φυσική ή τεχνητή διεύρυνση ενός ανοίγματος ή μιας σωληνοειδούς δομής του σώματος. Ονομάζεται επίσης και διαστολή (βλ. λ.). δ. μυών τενόντων. Τάση των μυών και των τενόντων τους πέρα από τα φυσικά όρια της αντοχής τους, λόγω ξαφνικής έντονης… …

    Dictionary of Greek

  • 58κοιλιοπονώ — κοιλιοπονῶ, έω (Μ) (για επίτοκη γυναίκα) έχω ωδίνες τοκετού, κοιλοπονώ κατά τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + πονῶ (< πόνος), πρβλ. ματαιο πονώ, οφθαλμο πονώ] …

    Dictionary of Greek

  • 59κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …

    Dictionary of Greek

  • 60μαστωδυνία — η ιατρ. διάχυτος πόνος τού μαστού που ακτινοβολείται προς τη μασχάλη και εμφανίζεται ιδίως κατά την προεμμηνορροϊκή φάση αλλά δεν αποτελεί ένδειξη νόσου τού μαστού …

    Dictionary of Greek