κατά-πονος

  • 31βιασμός — Έγκλημα που προσβάλλει τα ήθη και τιμωρείται από τον ποινικό κώδικα σε βαθμό κακουργήματος. Συνίσταται στον εξαναγκασμό γυναίκας να δεχτεί εξώγαμη συνουσία με τη χρήση σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και άμεσου κινδύνου. Γίνεται μόνο από άνδρα …

    Dictionary of Greek

  • 32οσφυαλγία — (Ιατρ.). Επώδυνο σύνδρομο της οσφυϊκής χώρας. Ο πόνος μπορεί να παρουσιαστεί κατά τρόπο βίαιο και να εμποδίζει τις κινήσεις κάμψης και στροφής του κορμού. Μπορεί να οφείλεται σε παθήσεις των μυών, του νεφρού, σε δισκοπάθεια, σε βλάβες των… …

    Dictionary of Greek

  • 33πονώ — πονῶ, έω, ΝΜΑ, πονάω Ν [πόνος] 1. αισθάνομαι σωματικό άλγος, έχω πόνους («μού πονάει το στομάχι») 2. θλίβομαι, λυπάμαι, υποφέρω ψυχικά («πόσον δοκεῖς πονοῡσιν, Ἔρως, ὅσους σὺ βάλλεις», Ανακρεόντ.) 3. προξενώ θλίψη, κάνω κάποιον να λυπηθεί («μέ… …

    Dictionary of Greek

  • 34πόνια — η, Ν πόνος, αρρώστια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος, κατα τα συμπόνια, ψυχοπόνια κ.λπ.] …

    Dictionary of Greek

  • 35τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… …

    Dictionary of Greek

  • 36τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… …

    Dictionary of Greek

  • 37υδροπονία — η, Ν σύστημα καλλιέργειας τών φυτών κατά το οποίο αυτά αναπτύσσονται έχοντας βυθισμένες τις ρίζες τους μέσα σε νερό στο οποίο έχουν διαλυθεί θρεπτικά άλατα, χωρίς να γίνεται χρήση τού εδάφους, αλλ. υδροπονική καλλιέργεια ή ανεδαφική καλλιέργεια ή …

    Dictionary of Greek

  • 38ψυχικός — ή, ό / ψυχικός, ή, όν, ΝΜΑ [ψυχή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή (α. «ψυχικό σθένος» β. «ψυχικὴ δύναμις», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «ψυχική οδύνη» (νομ.) είδος αποζημιωτέας ηθικής βλάβης, που επιφέρει ο ψυχικός πόνος από τη θανάτωση ενός… …

    Dictionary of Greek

  • 39ωδίς — η / ὠδίς, ῑνος, ΝΜΑ, και ὠδίν, ῑνος, Α (συν στον πληθ.) οι ωδίνες και αἱ ὠδῑνες οι πόνοι τού τοκετού μσν. επινόηση, εφεύρεση αρχ. 1. τέκνο που γεννιέται με πόνους («παῑδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῑνα», Αισχύλ.) 2. σφοδρός πόνος, οδύνη 3. επίπονο έργο τού …

    Dictionary of Greek

  • 40ευσταχιανή σάλπιγγα — Σωλήνας, ο οποίος συνδέει το μέσον ους με τον λάρυγγα. Η σύνδεση αυτή εξυπηρετεί έναν ιδιαίτερο σκοπό. Επειδή ακριβώς το τύμπανο κλείνει ερμητικά όλο τον ακουστικό σωλήνα, θα πρέπει να υπάρχει εξισορρόπηση των πιέσεων που ασκούνται από την… …

    Dictionary of Greek