κατά-ξυρος
1υπόξυρος — ον, Α ο χωρίς προεξοχές, πεπλατυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ξυρος (< ξυρόν / ξυρός), πρβλ. κατά ξυρος] …
1υπόξυρος — ον, Α ο χωρίς προεξοχές, πεπλατυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ξυρος (< ξυρόν / ξυρός), πρβλ. κατά ξυρος] …