κατάθεσις
1κατάθεσις — layering fem nom sg …
2καταθέσει — κατάθεσις layering fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταθέσεϊ , κατάθεσις layering fem dat sg (epic) κατάθεσις layering fem dat sg (attic ionic) …
3καταθέσεις — κατάθεσις layering fem nom/voc pl (attic epic) κατάθεσις layering fem nom/acc pl (attic) …
4καταθεσίων — κατάθεσις layering fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …
5καταθέσεσιν — κατάθεσις layering fem dat pl …
6κατάθεσιν — κατάθεσις layering fem acc sg …
7κατάθεση — η (AM κατάθεσις) [κατατίθημι] νεοελλ. 1. απόθεση, απίθωμα («κατάθεση θεμελίου λίθου») 2. παράδοση χρημάτων σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό 3. το κατατεθειμένο ποσό 4. (λειτ.) πανηγυρική απόθεση ιερού λειψάνου ή ιερού αντικειμένου σε… …
8κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …
9Ζώνη, αγία — Σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, ο αυτοκράτορας Αρκάδιος μετέφερε, το 395, τη ζώνη της Θεοτόκου από τα Ιεροσόλυμα στην Κωνσταντινούπολη. Αρχικά, φυλασσόταν στον ναό των Χαλκοπρατείων της Κωνσταντινούπολης. Αργότερα, τεμαχίστηκε και τα τεμάχιά… …
10καταθέσεων — καταθέσεω̆ν , κατάθεσις layering fem gen pl …
- 1
- 2