κατὰ τὸ ἰσχυρόν
1τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… …
2БРАК — общественный, и в частности правовой, институт, заключающийся в продолжительном союзе лиц муж. и жен. пола, составляющем основу семьи. История человечества знает разные формы Б.: моногамный (Б. одного мужа и одной жены), полигамный (многоженство) …
3ζαλ — ζάλ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μέγα, ἰσχυρόν, πολύ» …
4λαιπτύηρον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀναπεπλασμένον, ἰσχυρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει πιθ. το επιτατικό προθεματικό μόριο λαι (βλ. λα ), είναι όμως άγνωστης ετυμολ.] …
5οβριμοπάτηρ — ὀβριμοπάτηρ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἰσχυρὸν πατέρα ἔχων». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + πατήρ] …
6σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… …
7σφηλός — ή, όν, Α 1. αυτός που κινείται εύκολα, ευκίνητος 2. (κατά τον Ησύχ.) (το ουδ.) σφηλόν α) «λοξόν, πυκνόν, εὐκίνητον» β) «τὸ ἰσχυρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τής λ. δεν επιτρέπει τη σύνδεσή της με το ρ. σφάλλω (βλ. και λ. ἐρίσφηλος)] …
8μονοκοτυλήδονα ή μονοκότυλα — Μία από τις δύο μεγάλες υποδιαιρέσεις των αγγειόσπερμων φυτών, με κύριο χαρακτηριστικό ότι το έμβρυό τους συνοδεύεται από ένα μόνο εμβρυακό φύλλο ή κοτυληδόνα· γενικά έχουν φύλλα επιμήκη, ταινιόμορφα, ωοειδή ή λογχοειδή, με τις νευρώσεις σχεδόν… …