κατὰ τὸ τ
61καταπροίζεται — κατά , ἀπό ῥοίζομαι pres ind mp 3rd sg (ionic) καταπροΐζεται , κατά , ἀπό ῥοίζομαι pres ind mp 3rd sg (ionic) κατά , ἀπό ῥοίζω water a horse pres ind mp 3rd sg (ionic) καταπροΐζεται , κατά , ἀπό ῥοίζω water a horse pres ind mp 3rd sg (ionic) κατά …
62καταρρυθμήσει — κατά ἀρρυθμέω to be out of rhythm aor subj act 3rd sg (epic) κατά ἀρρυθμέω to be out of rhythm fut ind mid 2nd sg κατά ἀρρυθμέω to be out of rhythm fut ind act 3rd sg κατᾱρρυθμήσει , κατά ἀρρυθμέω to be out of rhythm futperf ind mp 2nd sg (doric …
63κατασαρκοῦν — κατά ἀσαρκέω make lean pres part act masc voc sg (attic epic doric) κατά ἀσαρκέω make lean pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) κατά σαρκάω pres part act masc voc sg (attic epic doric ionic) κατά σαρκάω pres part act neut… …
64κατεσχήμεθα — κατά , εἰσ χάω pres ind mp 1st pl κατά , εἰσ χάω imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) κατά ἰσχνέομαι plup ind mp 1st pl κατά ἰσχνέομαι perf ind mp 1st pl κατά σχάω slit open so as to let something escape plup ind mp 1st pl (attic ionic) κατά σχάω …
65κατοφρυῶ — κατά ὀφρυάω to have ridges pres imperat mp 2nd sg κατά ὀφρυάω to have ridges pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κατά ὀφρυάω to have ridges pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κατά ὀφρυάω to have ridges pres subj act 1st sg (attic epic… …
66αιτιότητα — Κατά γενική έννοια, ο όρος α. δηλώνει τη σχέση ανάμεσα σε δύο στοιχεία ή δύο έννοιες, η δεύτερη από τις οποίες (αποτέλεσμα) μπορεί δυνητικά να προβλεφθεί με αφετηρία την πρώτη (αιτία). Ως ένας από τους θεμελιώδεις νόμους της φύσης, η αρχή της α.… …
67όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …
68καθηψημένα — κατά ἑψάω perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic ionic) καθηψημένᾱ , κατά ἑψάω perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic ionic) καθηψημένᾱ , κατά ἑψάω perf part mp fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) κατά ἑψέω perf part mp neut… …
69καθωρισμένα — κατά ὁρίζω divide perf part mp neut nom/voc/acc pl καθωρισμένᾱ , κατά ὁρίζω divide perf part mp fem nom/voc/acc dual καθωρισμένᾱ , κατά ὁρίζω divide perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) κατά ὡρίζω perf part mp neut nom/voc/acc pl… …
70καρρῶν — κατά ῥάζω snarl fut part act masc voc sg κατά ῥάζω snarl fut part act neut nom/voc/acc sg κατά ῥάζω snarl fut part act masc nom sg (attic epic ionic) κατά ῥαίνω sprinkle fut part act masc voc sg (epic) κατά ῥαίνω sprinkle fut part act neut… …