κατὰ τὸ τ
11Ὄλον τὸν βοῦν ἔφαγε, κατὰ δὲ τὴν κέρκον ἀπηγόρευσε. — См. Собаку съел, только хвостом подавился …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
12σκλήρυνση κατά πλάκας — (Ιατρ.). Χρόνια νόσος του εγκεφαλονωτιαίου μυελού, χαρακτηριζόμενη ανατομικά από περιοδική καταστροφή και ανάπλαση της μυελίνης ουσίας των νευραξόνων· κλινικά χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό συμπτωμάτων, από τα οποία περισσότερο σημαντικά είναι… …
13καταπαρῇ — κατά , ἀπό ἀράομαι pray to pres subj mp 2nd sg (doric) κατά , ἀπό ἀράομαι pray to pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) κατά , ἀπό ἀράομαι pray to pres subj mp 2nd sg (epic ionic) κατά , ἀπό ἀράομαι pray to pres ind mp 2nd sg (epic doric ionic… …
14καταφύξει — κατά , ἀπό ὑσσω hyssop aor subj act 3rd sg (epic) κατά , ἀπό ὑσσω hyssop fut ind mid 2nd sg κατά , ἀπό ὑσσω hyssop fut ind act 3rd sg καταφύ̱ξει , κατά , ἀπό ὑσσω hyssop futperf ind mp 2nd sg καταφύ̱ξει , κατά , ἀπό ὑσσω hyssop futperf ind act… …
15ρωμαϊκό δίκαιο — Κατά τη στενότερη εκδοχή ο όρος «ρωμαϊκό δίκαιο» δηλώνει το νομικό σύστημα που διαπλάστηκε από την ίδρυση της Ρώμης (8ος αι. π.X.) έως το έτος 565 μ.Χ. (χρονολογία του θανάτου του Ιουστινιανού). Από άποψη γενικότερης ιστορικής σημασίας, το ρ.δ.… …
16καταδιερῶσι — κατά , διά ἐράω 1 love pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατά , διά ἐράω 1 love pres subj act 3rd pl (attic epic ionic) κατά , διά ἐράω 1 love pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) κατά , διά ἐράω 2 pour forth pres… …
17κατασαρκῶν — κατά ἀσαρκέω make lean pres part act masc nom sg (attic epic doric) κατά σαρκάω pres part act masc voc sg κατά σαρκάω pres part act neut nom/voc/acc sg κατά σαρκάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) κατά σαρκάω pres part act masc nom sg …
18κατεμπεδῶ — κατά , ἐν μέτειμι 1 sum pres subj act 1st sg (attic epic doric aeolic) κατά , ἐν πεδάω bind with fetters pres imperat mp 2nd sg κατά , ἐν πεδάω bind with fetters pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κατά , ἐν πεδάω bind with fetters pres ind… …
19καθυποθώμεθα — κατά , ὑπό ὄθομαι take heed pres subj mp 1st pl κατά , ὑπό ὀθέω pres subj mp 1st pl (attic epic doric) κατά , ὑπό θάομαι pres subj mp 1st pl (attic epic doric ionic) κατά , ὑπό θάομαι pres ind mp 1st pl (doric) κατά , ὑπό θάομαι imperf ind mp 1st …
20καταδηλοῦμεν — κατᾱδηλοῦμεν , κατά ἀδηλέω to be in the dark about imperf ind act 1st pl (attic epic doric aeolic) κατά ἀδηλέω to be in the dark about pres ind act 1st pl (attic epic doric aeolic) κατά ἀδηλέω to be in the dark about imperf ind act 1st pl (attic …