κατὰ στοίχους
1στοιχώ — στοιχῶ, έω, ΝΑ [στοῑχος] (στη νεοελλ. συν. το μέσ. στοιχούμαι) στέκομαι κατά στοίχους σε ευθύγραμμη διάταξη κοντά ή πίσω από τον άλλο («οὐδ ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἄν στοιχήσω», Στοβ.) νεοελλ. 1. στοιχίζω, βάζω σε στοίχους 2. φρ.… …
2σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων …
3στοιχάς — άδος, ό, ἡ, Α 1. αυτός που είναι τοποθετημένος κατά στοίχους, κατά σειρές 2. το θηλ. ἡ στοιχάς είδος τού αρωματικού φυτού λαβαντίς, που ονομάστηκε έτσι από τις Στοιχάδες νήσους 3. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Στοιχάδες (ενν. νήσοι) σειρά… …
4νομαδόστοιχος — νομαδόστοιχος, ον (Α) αυτός που επιστρέφει από τη βοσκή κατά στοίχους, κατά σειρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομάς, άδος + στοῖχος (< στείχω), πρβλ. ισό στοιχος] …
5στοιχηδόν — ΝΜΑ επίρρ. κατά στοίχους, κατά ορισμένη τάξη ή σειρά (α. «τὰ φύλλα πεφύκασι στοιχηδόν», Θεόφρ. β.»τὰς ἁμάξας στοιχηδὸν καταστῆσαι», Άνν. Κομν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …
6στοχάς — άδος, ἡ, Α 1. μικρό ύψωμα από πέτρες ή ξύλα σε ανώμαλο έδαφος όπου στερέωναν τα κοντάρια τών κυνηγετικών διχτιών 2. ως επίθ. αυτή που κινείται κατά στοίχους, σε σειρές («Λίβυες οἰωνοὶ στοχάδες», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στόχος + επίθημα άς, άδος… …
7αρίθμηση — Η παράσταση των φυσικών αριθμών (δηλαδή των θετικών ακεραίων) με ένα κατάλληλο σύστημα, το οποίο να χρειάζεται έναν περιορισμένο αριθμό συμβόλων. Συνεπώς το πρόβλημα της α. μπορεί να τεθεί ως εξής: «να παρασταθεί ένας οποιοσδήποτε φυσικός αριθμός …
8παράταξη — η / παράταξις, άξεως, ΝΜΑ [παρατάσσω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατάσσω ή παρατάσσομαι, η τοποθέτηση τού ενός κοντά στον άλλο προκειμένου για περισσότερα από ένα άτομα, η τοποθέτηση στη σειρά, το αράδιασμα πραγμάτων νεοελλ. 1. η τάξη, η… …
9στοίχος — ο / στοῑχος, ΝΑ 1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ. γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.) 2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες …
10σύνταξη — Περιοδική παροχή σε χρήμα, για την εξασφάλιση των μέσων διαβίωσης, εκ μέρους του κράτους και άλλων οργανισμών, στα πρόσωπα που έχουν αποχτήσει το σχετικό δικαίωμα κατ’ αναφορά προς προηγούμενη σχέση παροχής υπηρεσιών. Στην αρχή η σ. πήγαζε… …
- 1
- 2