κατὰ πρόσταγμα
1πρόσταγμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίταγμα Α [προστάσσω] το αποτέλεσμα τού προστάζω, προσταγή («οὐκοῡν καὶ τοῡτο αὖ ἄλλο πρόσταγμα τοῑς φύλαξι προστάζομεν», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «έχω το πρόσταγμα» α) στρ. έχω τη διοίκηση στρατευμάτων σε επίσημη τελετή β) μτφ.… …
2ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …
3κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …
4Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …
5Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …
6χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …
7άλα — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… …
8повелѣниѥ — ПОВЕЛѢНИ|Ѥ (843), ˫А с. 1.Приказание, повеление; предписание: Кротость же ѥсть. ѥже никомѹже не досажати. ни въ словеси ни въ дѣлеси. ни въ повелѣньи. Изб 1076, 33; ‹ра›д‹ъ›ке хотъке ‹сн›овиде витомире ‹ис›пили лагъвицю сьд‹е а› ѫгриньмь… …
9σβεστός — ή, ό / σβεστός, ή, όν, ΝΜ σβηστός. επίρρ... σβεστά Ν 1. κατά τρόπο σβεστό, αδύναμα, χωρίς ισχύ 2. φρ. «σβεστά έλκε» ναυτ. πρόσταγμα για την έλξη τών ιστίων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην επενεργεί ο άνεμος πάνω στην επιφάνειά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
10τίρα μόλα — Ν ναυτ. πρόσταγμα κατά τους χειρισμούς τής ιστιοφορίας, που σημαίνει μεταβολή τού πετάσματος τών ιστίων κατά τις αναστροφές και τις υποστροφές τού ιστιοφόρου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. φρ. tira emolla] …
- 1
- 2