κατὰ μέρος
51αποδιοπομπούμαι — ἀποδιοπομποῡμαι ( έομαι) (AM) (Μ κ. διοπομπώ) [διοπομπούμαι] 1. αποδιώχνω το κακό με εξιλαστήρια θυσία 2. αφήνω κατά μέρος …
52αποθέτω — (AM ἀποτίθημι, Μ κ. ἀποθέτω) 1. τοποθετώ, βάζω 2. αφήνω κάτι κατά μέρος 3. αποθηκεύω, αποταμιεύω νεοελλ. 1. τοποθετώ κάτι σε χαμηλή επιφάνεια, το αφήνω κάτω 2. μτφ. εμπιστεύομαι, στηρίζω κάτι σε κάποιον αρχ. Ι. 1. (για παιδιά) εγκαταλείπω,… …
53αποκατατίθημι — ἀποκατατίθημι (Α) αποθέτω, βάζω κατά μέρος …
54αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… …
55αφίσταμαι — (AM ἀφίσταμαι, Α και ἀφίστημι) 1. βρίσκομαι σε απόσταση, μακριά από κάποιον, απέχω 2. παραιτούμαι από κάτι, δεν μετέχω σε κάτι αρχ. Ι. ενεργ. 1. απομακρύνω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω, αποκλείω 2. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι 3. ανατρέπω,… …
56βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …
57διακρούω — (Α) 1. διαπερνώ χτυπώντας 2. (για πήλινα αντικείμενα) δοκιμάζω με κρούση τη στερεότητα ή την ακεραιότητά τους 3. (για τον καρπό τής ελιάς) τινάζω 4. περιπλέκω, εμποδίζω 5. (για δίκη) αναβάλλω 6. θέτω κατά μέρος 7. μέσ. διακρούομαι αποκρούω 8. παθ …
58επανίημι — ἐπανίημι (Α) [ίημι] 1. εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου («σοὶ δὲ ἐπὶ τοῡτον ἀνῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κατά μέρος, παρατώ («δεῑ δὲ ταῡτα ἐπανέντας κοινόν... τὸ πράττειν ποιῆσαι», Δημοσθ.) 3. μετριάζω, χαλαρώνω κάπως, αμελώ… …
59καταλείπω — (AM καταλείπω) 1. αφήνω υπόλοιπο 2. (για γονείς) αφήνω ως κληρονομιά, κληροδοτώ 3. εγκαταλείπω κάποιον ή κάτι στην τύχη του μσν. 1. αφήνω κάποιον ως αντικαταστάτη μου 2. επιτρέπω σε κάποιον να... 3. εμπιστεύομαι 4. (με αντικ. λέξη που δηλώνει… …
60κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …