κατὰ μέρος

  • 11Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …

    Dictionary of Greek

  • 12εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …

    Dictionary of Greek

  • 13αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …

    Dictionary of Greek

  • 14αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών …

    Dictionary of Greek

  • 15μερίζω — (ΑM μερίζω, Α δωρ. τ. μερίσδω, Μ και ἱμερίζω) 1. χωρίζω κάτι σε μέρη (α. «οὐσίαν πιοῡσι τὸ ἄπειρον καὶ μερίζουσι», Αριστοτ. β. «ἐὰν κατὰ μέρος μερισθέντες φυλάττωμεν», Ξεν.) 2. διανέμω, διαμοιράζω 3. κατανέμω, κατατάσσω, τακτοποιώ («κατά τόπους… …

    Dictionary of Greek

  • 16μεριά — και μερέα και μερά, η (Μ μερέα και μερεά και μεριά και μερία και μερά) 1. τόπος, θέση, μέρος («κάτσε επιτέλους σε μια μεριά») 2. τοποθεσία, τοπική περιοχή («η ανατολική μεριά τού δάσους») 3. κατεύθυνση 4. πλευρά, όψη, καθεμιά από τις πλευρές ή… …

    Dictionary of Greek

  • 17απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… …

    Dictionary of Greek

  • 18εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… …

    Dictionary of Greek

  • 19ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… …

    Dictionary of Greek

  • 20κατατίθημι — (AM) μσν. μέσ. κατατίθεμαι α) αφήνω, εγκαταλείπω, απαρνούμαι β) συμφωνώ, δέχομαι γ) καταλήγω μόνιμα, εγκαθίσταμαι κάπου μσν. αρχ. ενεργ. (για νεκρό) ενταφιάζω αρχ. 1. τοποθετώ, αφήνω κάτι κάτω, αποθέτω 2. βγάζω τα όπλα μου και τά αφήνω κατά μέρος …

    Dictionary of Greek