κατὰ κρίσιν

  • 11καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… …

    Dictionary of Greek

  • 12κείμενα — (Μ) επίρρ. σύμφωνα με τον νόμο («κείμενα καὶ κατά την κρίσιν», Ασσίζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κείμενον, ουδ. τής μτχ. κείμενος τού κεῖμαι] …

    Dictionary of Greek