κατωτέρῳ

  • 1κατωτέρω — επίρρ. βλ. κατώτερος …

    Dictionary of Greek

  • 2κατωτέρω — κάτος following masc/neut nom/voc/acc comp dual κάτος following masc/neut gen comp sg (doric aeolic) κάτω downwards comp κατώτερος lower masc/neut nom/voc/acc dual κατώτερος lower masc/neut gen sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3κατωτέρῳ — κάτος following masc/neut dat comp sg κατώτερος lower masc/neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4κατωτέρωι — κατωτέρῳ , κάτος following masc/neut dat comp sg κατωτέρῳ , κατώτερος lower masc/neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5нижьнии — (64) пр. 1.Находящийся внизу, нижний по отношению к чемул.: аще иже на вышьнихъ покровехь живѹщеи. водѹ лѣють или гнои сиплють и пакость твореть [так!] въ нижнихъ живѹщимъ. възбранѧ||ють се творити. (ἐν τοῖς χϑαμαλωτέροις) КР 1284, 319б–в; Б҃е… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 6CELSUS — I. CELSUS cognomen perpetuum Equitum Romanorum. Vide supra Celse nati. II. CELSUS plagiarius ab Horatio notatus, l. 1. Ep. 3. v. 15. Quid mihi Celsus agit, monitus, multumque monendus, Privatas ut quaerat opes, et tangere vitet Scripta Palatinus… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 7-ίστας — αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. ista (< λατ. ista < αρχ. ελλ. ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα… …

    Dictionary of Greek

  • 8ενδότερος — η, ο (AM ἐνδότερος, α, ο) 1. εσώτερος, αυτός που βρίσκεται στο εσωτερικό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ενδότερα το εσωτερικό μιας χώρας ή τα εσωτερικά διαμερίσματα οικοδομήματος αρχ. επίρρ. ἐνδοτέρω 1. ακόμη πιο μέσα 2. (για βιβλίο) κατωτέρω,… …

    Dictionary of Greek

  • 9ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… …

    Dictionary of Greek

  • 10ηνιοχώ — (AM ἡνιοχῶ, έω Α λακων. τ. ἀνιοχίω) [ηνίοχος] 1. κρατώ τα ηνία, οδηγώ με τα ηνία, οδηγώ όχημα («ἀνωτέρω... κατωτέρω ταῑς χερσὶν ἡνιοχεῑν», Ξεν.) 2. μτφ. κυβερνώ, διευθύνω («Μουσῶν στόμαθ ἡνιοχήσας», Αριστοφ.) αρχ. 1. οδηγώ, κατευθύνω («ἡνιοχεῑν… …

    Dictionary of Greek