κατωμάδιος
1κατωμάδιος — κατωμάδιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που φοριέται πάνω στον ώμο ή είναι κρεμασμένος από τους ώμους 2. φρ. «δίσκος κατωμάδιος» ο δίσκος που εκσφενδονίζεται με το χέρι σηκωμένο πάνω από το ύψος τού ώμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὠμ ά διος «αυτός που… …
2κατωμάδιος — from the shoulder masc nom sg …
3κατωμάδιον — κατωμάδιος from the shoulder masc acc sg κατωμάδιος from the shoulder neut nom/voc/acc sg …
4κατωμαδίη — κατωμάδιος from the shoulder fem nom/voc sg (epic ionic) …
5κατωμαδίην — κατωμάδιος from the shoulder fem acc sg (epic ionic) …
6κατωμαδίης — κατωμάδιος from the shoulder fem gen sg (epic ionic) …
7κατωμαδίοιο — κατωμάδιος from the shoulder masc/neut gen sg (epic) …
8κατωμαδίοισι — κατωμάδιος from the shoulder masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
9κατωμαδίου — κατωμάδιος from the shoulder masc/neut gen sg …
10κατωμάδια — κατωμάδιος from the shoulder neut nom/voc/acc pl …
- 1
- 2