-
1 κατσίκα
[кацика] ουσ. Θ. козаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατσίκα
-
2 коза
-
3 коза
-ы θ. πλθ. козы.1. γίδα, κατσίκα.2. μτφ. σφριγηλό και πεταχτό κορίτσι, κατσίκα.3. βαγονάκι για μεταφορά μικρών δοκών.εκφρ.дикая коза – βλ. косуля 1•драть ή лупить κ.τ.τ. сидорову -у – δέρνω ανελέητα•на - не подъедешь кому – (απλ.) ζόρικος άνθρωπος (απλησίαστος)•на - не объедешь – (απλ.) δεν τον ξεγελάς με τίποτε. -
4 коза
зоол. η γίδα, η κατσίκα (ξεν)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коза
-
5 шагрень
(кожа) το μαλακό δέρμα με σχέδιο (από κατσίκα, πρόβατο κ.λπ.)το σαγγρίРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шагрень
-
6 коза
козаж ἡ κατσίκα, ἡ γίδα, ἡ αἰξ. -
7 коза
[καζά] ουσ. θ. κατσίκα, γίδα -
8 коза
[καζά] ουσ θ κατσίκα, γίδα -
9 козочка
-и θ.γιδίτσα, κατσίκα. -
10 стрекоза
-ы, πλθ. -козы θ.1. γρύλλος του σπιτιού, τριζόνι.2. (για κορίτσι) κατσίκα • σουσουράδα, κωλοσούσα. -
11 цыпка
-и θ. (απλ.)1. κοτόπουλο• κλωσσόπουλο.2. (για γυναίκα, κορίτσι) κατσίκα.
См. также в других словарях:
κατσίκα — η 1. κοινή ονομασία τού ζώου αίγα, γίδα 2. υβριστική προσωνυμία γυναίκας («άφησε την κατσίκα να φωνάζει»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. τού κατσίκι (πρβλ. κεφάλ α, μαχαίρ α). Στη συνέχεια η μεγεθ. σημασία έπαψε να γίνεται αισθητή] … Dictionary of Greek
κατσίκα — η (λ. αλβ. ή τουρκ.), γίδα: Βόσκει τις κατσίκες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατσίκα ή γίδα ή αίγα — Γένος αρτιοδακτύλων μηρυκαστικών της μεγάλης οικογένειας των βοοειδών. Κατά την άποψη ορισμένων επιστημόνων, η κ. προέρχεται από τον αίγαγρο, ο οποίος ζει σε υψόμετρο έως 4.000 μ. στις ορεινές ζώνες της δυτικής Ασίας, στην Κρήτη και στις Κυκλάδες … Dictionary of Greek
αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… … Dictionary of Greek
κατσικήσιος — α, ο [κατσίκα] αυτός που αναφέρεται στην κατσίκα ή προέρχεται από κατσίκα («κατσικήσιο γάλα») … Dictionary of Greek
αγρινιάς — ο (στην Κύπρο) ο σταχτής τράγος και η σταχτιά κατσίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αγρινός, με παράλειψη τών ουσιαστ. τράγος και κατσίκα (αἶγα)] … Dictionary of Greek
αγριόγιδα — Κατάγεται από την ήμερη κατσίκα, η οποία έφυγε στα βουνά και ξαναγύρισε στην άγρια κατάσταση. Ζει σε αγέλες και διακρίνεται για την ευκολία με την οποία ανεβαίνει ή πηδά σε απόκρημνα βράχια. Λέγεται και αγριόγιδο ή αγριογίδι. * * * η και… … Dictionary of Greek
Αμάλθεια — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη, τροφός του Δία, την οποία θεωρούσαν στη Θεσσαλία κόρη του βασιλιά Αιμονίου, στην Κρήτη κόρη του Μελισσέα, άλλοι τη θεωρούσαν κόρη του Ωκεανού και άλλοι πάλι την ταύτιζαν με την κατσίκα που γαλούχησε τον Δία νήπιο σε… … Dictionary of Greek
Liste der Dodekanes-Inseln — Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder … Deutsch Wikipedia
Коррупционный скандал с компанией «Siemens» в Греции — Политический скандал относительно коррумпированности и взяточничества разгорелся в 2008 году, когда были уличены подробности сотрудничества Siemens и правительства Греции во главе с премьер министром Костасом Симитисом в период подготовки к… … Википедия
Рицос, Яннис — Яннис Рицос Γιάννης Ρίτσος … Википедия