κατρακύλισμα

  • 1κατρακύλισμα — το το κατρακύλημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τα παράγωγα ρ. σε ίζω από τον αόρ. κατρακύλησα τού κατρακυλώ, που συνέπιπτε φωνητικά με τα ρ. σε ίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 2κατρακύλισμα — το, ατος βλ. κατρακύλημα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3κατρακυλιστός — ή, ό αυτός που μετακινήθηκε ή μετακινείται με κατρακύλισμα. επίρρ... κατρακυλιστά με κατρακύλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατρακυλώ (πρβλ. και κατρακύλισμα)] …

    Dictionary of Greek

  • 4κατακύλιση — η το κατρακύλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακυλίω. Η λ., στον λόγιο τ. κατακύλισις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ] …

    Dictionary of Greek

  • 5κατακύλισμα — το [κατακυλίω] το κατρακύλισμα …

    Dictionary of Greek

  • 6κουλουμούντρι — το ανώμαλο κατρακύλισμα, τούμπα, αναποδογύρισμα …

    Dictionary of Greek

  • 7προώστης — ο, ΝΑ [προωθῶ] νεοελλ. ναυτ. μακρύ ξύλινο μαδέρι το οποίο κρέμεται σε οριζόντια θέση από την πλευρά τού πλοίου και χρησιμεύει κατά το πλεύρισμα τού πλοίου για την προστασία του από τυχόν προσκρούσεις στην προβλήτα, ιδίως κατά τις φορτοεκφορτώσεις …

    Dictionary of Greek

  • 8πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… …

    Dictionary of Greek

  • 9ροβόλημα — το, Ν [ροβολώ] 1. το να ροβολάει κανείς, να κατεβαίνει στην πλαγιά, κάθοδος από ύψωμα 2. κατρακύλισμα 3. εφόρμηση από πάνω προς τα κάτω …

    Dictionary of Greek

  • 10τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …

    Dictionary of Greek