κατορύξῃ
1κατόρυξη — ἡ (Α κατόρυξις) [κατορύσσω] το θάψιμο ενός πράγματος πολύ βαθιά …
2κατορύξῃ — κατορύξηι , κατόρυξις burying deep fem dat sg (epic) κατορύσσω bury aor subj mid 2nd sg κατορύσσω bury aor subj act 3rd sg κατορύσσω bury fut ind mid 2nd sg κατορύ̱ξῃ , κατορύσσω bury aor subj mid 2nd sg κατορύ̱ξῃ , κατορύσσω bury aor subj act… …
3κατορυχή — κατορυχή, ἡ (Α) [κατορύσσω] 1. κατόρυξη* 2. (κατά τον Ησύχ.) θαμμένος θησαυρός …