κατορθῶσιν
1κατορθῶσιν — κατορθόω set upright pres subj mp 2nd sg (epic) κατορθόω set upright pres subj act 3rd pl κατορθόω set upright pres subj act 3rd sg (epic) κατορθόω set upright pres subj mp 2nd sg (epic) κατορθόω set upright pres subj act 3rd pl κατορθόω set… …
2κατόρθωσιν — κατόρθωσις setting straight fem acc sg …
3κατόρθωσις — κατόρθωσις, ώσεως, η (ΑΜ) [κατορθώ] επιτυχής εκτέλεση, επιτυχία, κατόρθωμα («ἡ γὰρ τῶν πέλας ἀπειρία μέγιστον ἐφόδιον γίγνεται τοῑς ἐμπείροις πρὸς κατόρθωσιν», Πολ.) αρχ. 1. η τοποθέτηση σπασμένου ή εξαρθρωμένου οστού στη θέση του, ανάταξη 2.… …