κατοικ-ία

  • 1νηστήσιμος — η, ο 1. (για εδέσματα) αυτός που τρώγεται ή που είναι κατάλληλος να τρώγεται κατά τη διάρκεια νηστείας («έτσι το φαγητό, πάντοτε νηστήσιμο, είναι αγγαρεία», Ζ. Παπαντ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νηστεία ή κατά τη διάρκειά του τηρείται… …

    Dictionary of Greek

  • 2συγκοιτάδιος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «σύγκοιτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγκοιτος «αυτός που κοιμάται μαζί με άλλον στο ίδιο κρεβάτι» + επίθημα άδιος (πρβλ. κατοικ άδιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 3τριχθάδιος — ία, ον, Α τριπλός, τριμερής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριχθά + επίθημα άδιος (πρβλ. διχθ άδιος, κατοικ άδιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 4χαμευνάδιος — ία, ον, Α αυτός που κοιμάται καταγής, χαμεύνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμεύνη + κατάλ. άδιος (πρβλ. κατοικ άδιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 5Σάλτσμπουργκ — (Salzburg). Πόλη (139.426 κάτοικ.) της βορειοκεντρικής Αυστρίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου ομόσπονδου κρατιδίου. Βρίσκεται επί του ποταμού Σάλτσαχ, μεταξύ των λοφωδών ανάγλυφων Καπουτσίνερ μπεργκ, Μαίνχσμπεργκ και Ράινμπεργκ. Ο αρχαιότερος πυρήνας… …

    Dictionary of Greek