κατοικτιοῦσιν

  • 1κατοικτιοῦσιν — κατοικτίζω bewail oneself fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) κατοικτίζω bewail oneself fut ind act 3rd pl (attic epic doric) κατοικτίζω bewail oneself fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) κατοικτίζω bewail oneself fut… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2κατοικτίζω — (Α) 1. ευσπλαγχνίζομαι κάποιον, κατοικτείρω* («τοὺς δὲ σοὺς ὅποι θεοὶ πόνους κατοικτιοῡσιν οὐκ ἔχω μαθεῑν», Σοφ.) 2. εγείρω τον οίκτο («τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ ἤ τέρψαντά τι ἤ δυσχεράναντ ἤ κατοικτίσαντά πως», Σοφ.) 3. μέσ. κατοικτίζομαι θρηνώ για …

    Dictionary of Greek