κατοικίδιος
1κατοικίδιος — living in masc/fem nom sg …
2κατοικίδιος — α, ο (ΑΜ κατοικίδιος, ον, Α ποιητ. θηλ. κατοικάς, Μ θηλ. και α) (για ζώα) αυτός που διαμένει στο σπίτι, αυτός που ζει κοντά στον άνθρωπο (α. «η γάτα είναι κατοικίδιο ζώο» β. «κατοικίδιαι ὄρνεις», Γεωπ.) αρχ. 1. (για φυτά) αυτός που καλλιεργείται… …
3κατοικίδιος — α, ο αυτός που μένει σε κατοικία: Η γάτα είναι κατοικίδιο ζώο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κατοικίδιον — κατοικίδιος living in masc/fem acc sg κατοικίδιος living in neut nom/voc/acc sg …
5κατοικιδίοις — κατοικίδιος living in masc/fem/neut dat pl …
6κατοικιδίου — κατοικίδιος living in masc/fem/neut gen sg …
7κατοικιδίους — κατοικίδιος living in masc/fem acc pl …
8κατοικιδίων — κατοικίδιος living in masc/fem/neut gen pl …
9κατοικιδίῳ — κατοικίδιος living in masc/fem/neut dat sg …
10κατοικίδια — κατοικίδιος living in neut nom/voc/acc pl …