κατοικίας

  • 81κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …

    Dictionary of Greek

  • 82μίσκαν — μίσκαν, τὸ (Μ) κατοικητήριο, τόπος κατοικίας, ιδίως η σκηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. miškan] …

    Dictionary of Greek

  • 83μετακόμιση — η (ΑM μετακόμισις) [μετακομίζω] μεταφορά πραγμάτων νεοελλ. αλλαγή κατοικίας, μετοίκηση …

    Dictionary of Greek

  • 84μετοίκηση — η (ΑΜ μετοίκησις) [μετοικώ] 1. αλλαγή τού τόπου κατοικίας ή τού τόπου διαμονής, μετοικεσία 2. εγκατάσταση σε ξένη χώρα, μετανάστευση 3. φρ. «μετοίκηση τής Βαβυλώνος» η μετοικεσία τής Βαβυλώνος νεοελλ. 1. μτφ. α) κάθε ομαδική μετακίνηση σε άλλο… …

    Dictionary of Greek

  • 85μετοικία — μετοικία, ἡ (ΑΜ) [μετοικώ] 1. αλλαγή τόπου διαμονής ή κατοικίας, μετοίκηση 2. το να φεύγει κάποιος από τον τόπο διαμονής του και να εγκαθίσταται σε ξένη χώρα ως μέτοικος νεοελλ. η μετανάστευση και η προσωρινή ή μόνιμη εγκατάσταση αλλοεθνών… …

    Dictionary of Greek

  • 86μετοικεσία — η (ΑΜ μετοικεσία και ιων. τ. μετοικεσίη) 1. η μετοίκηση, αλλαγή τόπου διαμονής ή κατοικίας («καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς βασιλεὺς Βαβυλῶνος μετοικεσίαν εἰς Βαβυλῶνα», ΠΔ) 2. φρ. «μετοικεσία τῆς Βαβυλῶνος» η μεταφορά τών Εβραίων στη Βαβυλώνα ως αιχμαλώτων… …

    Dictionary of Greek

  • 87μετοικώ — (Α μετοικῶ, έω και λοκρικός τ. μεταFοικέω) [μέτοικος] αλλάζω τόπο διαμονής ή κατοικίας, μετακομίζω νεοελλ. αποδημώ αρχ. είμαι εγκατεστημένος σε πόλη ως μέτοικος …

    Dictionary of Greek

  • 88μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …

    Dictionary of Greek

  • 89μονεμβασία — Ιστορική μεσαιωνική πόλη στην ανατολική ακτή της Λακωνίας, χτισμένη σ’ ένα βράχο ύψους 300 μ., αποκομμένο από την ξηρά, με την οποία τη συνδέει μια γέφυρα. Η M., με 90 κατοίκους υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. Η Μ. είχε παραμείνει… …

    Dictionary of Greek

  • 90μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …

    Dictionary of Greek