κατοικίας

  • 71επιδημώ — (AM ἐπιδημῶ, έω) [επίδημος] 1. μένω στην πατρίδα μου ή στον τόπο κατοικίας μου 2. διαμένω προσωρινά σε έναν τόπο 3. (για τον Χριστό) έρχομαι στη Γη και μένω ανάμεσα στους ανθρώπους («ἐπεδήμησεν ἐν κόσμῳ») 4. (για νόσο) παρουσιάζομαι και… …

    Dictionary of Greek

  • 72εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …

    Dictionary of Greek

  • 73θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ …

    Dictionary of Greek

  • 74θυροτηλέφωνο — το τηλεπικοινωνιακή διάταξη που συνδέει την είσοδο κατοικίας ή πολυκατοικίας με τους εσωτερικούς χώρους της και χρησιμεύει για τη συνεννόηση μεταξύ επισκεπτών και ενοίκων, καθώς και για το άνοιγμα της θύρας με τηλεχειρισμό …

    Dictionary of Greek

  • 75ιερό — Χώρος στον οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, κάποια θεότητα εκδήλωνε την παρουσία της και δεχόταν εκεί τη λατρεία των πιστών. Η έννοια του ι. ήταν επίσης γνωστή και σε άλλους λαούς. Στην αρχαία ελληνική θρησκεία αποτελούσε εξέλιξη του… …

    Dictionary of Greek

  • 76ισόγειος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια τής γης, αυτός που έχει το ίδιο ύψος με το έδαφος 2. το ουδ. ως ουσ. το ισόγειο όροφος κατοικίας τού οποίου το επίπεδο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια τού εδάφους, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 77κατανάλωση — (Οικον.). Όρος που αναφέρεται στη χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών. Αντίστοιχα, καταναλωτικά ονομάζονται όλα τα αγαθά που προορίζονται άμεσα για την ικανοποίηση μιας ανάγκης, αποσπώμενα κατ’ αυτό τον τρόπο …

    Dictionary of Greek

  • 78κατερείπω — (AM) μετατρέπω κάτι σε ερείπιο, γκρεμίζω, κατερειπώνω (α. «σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τὰς κατοικίας», Στράβ. β. «Τροία κατερείπεται καπνῷ τρυφομένα δορίκτητος Ἀργεΐων», Ευ ρ.) αρχ. 1. μτφ. διαφθείρω («γάμου καὶ παιδοποιΐας..., ἃ καὶ σὲ κατερείπει… …

    Dictionary of Greek

  • 79κοινωνικοποίηση — Η διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο, αποκτώντας κοινωνική συμπεριφορά που είναι αποδεκτή από την κοινωνική ομάδα. Ειδικότερα, η κοινωνική ψυχολογία χρησιμοποιεί τον όρο κ. για την εξελικτική διαδικασία με την… …

    Dictionary of Greek

  • 80κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …

    Dictionary of Greek