κατοικίας
61διαίτημα — το (AM διαίτημα) [δίαιτα] ενδιαίτημα, τόπος κατοικίας αρχ. συνήθως στον πληθ. 1. δίαιτα, τρόπος ζωής 2. φαγητό, τροφή 3. κατοικία, διαμονή 4. οι συνήθειες, τα έθιμα …
62διαιτητήριον — διαιτητήριον, το (AM) [δίαιτα] 1. στον πληθ. τα δωμάτια κατοικίας 2. ενδιαίτημα, κατοικία …
63δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …
64δομέστικος — Βυζαντινό εκκλησιαστικό, στρατιωτικό και πολιτικό αξίωμα. Προέρχεται από τη λατινική λέξη domesticus που σημαίνει υπηρέτης, θεράπων. Ο θρησκευτικός τίτλος δινόταν στους πρωτοψάλτες, στους επικεφαλής του δεξιού και του αριστερού χορού των ψαλτών… …
65εκτοπίζω — (AM ἐκτοπίζω) απομακρύνω κάποιον ή κάτι από τον τόπο του, από τη θέση του, μετατοπίζω νεοελλ. 1. (για υπηρεσία ασφαλείας) απομακρύνω κάποιον από τον τόπο κατοικίας του ως επικίνδυνο, εκπατρίζω, εξορίζω 2. απομακρύνω κάποιον για να πάρω τη θέση… …
66εκτοπισμός — ο (AM ἐκτοπισμός) νεοελλ. 1. η απομάκρυνση από τον τόπο κατοικίας του ενός προσώπου που θεωρείται επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια 2. ιατρ. η μετατόπιση ενός οργάνου τού σώματος, η παρά φύσιν θέση του αρχ. 1. μετανάστευση 2. απομακρυσμένη θέση… …
67ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… …
68εξορία — η (AM ἐξορία) [εξόριος] 1. αποπομπή κάποιου και αναγκαστική διαβίωση έξω από τα σύνορα τής πατρίδας του, απέλαση 2. απομακρυσμένος και αφιλόξενος τόπος νεοελλ. 1. εκτόπιση, εξαναγκασμός από τις αρχές να εγκαταλείψει κάποιος τον τόπο κατοικίας του …
69εξορίζω — (I) (AM ἐξορίζω) [ορίζω] 1. υποχρεώνω κάποιον να φύγει έξω από τα σύνορα τής χώρας, απελαύνω 2. διώχνω μακριά, απομακρύνω μσν. νεοελλ. (για εχθρό) απωθώ, αποκρούω νεοελλ. εκτοπίζω κάποιον, τού επιβάλλω να απομακρυνθεί από τον τόπο κατοικίας και… …
70επιδημία — η (AM ἐπιδημία) [επιδημώ] 1. παθολογική κατάσταση, συνήθως λοιμώδης, μεταδοτική νόσος που προσβάλλει μεγάλο αριθμό ατόμων τής ίδιας περιοχής 2. συχνή και εκτεταμένη εμφάνιση δυσάρεστων γεγονότων («επιδημία ληστειών») 3. παραμονή στον τόπο… …