κατοικίας

  • 101πρόκενσος — ὁ, και πρόκενσον, τὸ, Μ (βυζ.) 1. αυτοκρατορική μετακίνηση, έξοδος τού αυτοκράτορα από το παλάτι για να μεταβεί στον ναό 2. προσωρινή έδρα, κατοικία τού αυτοκράτορα 3. ο τόπος τής προσωρινής κατοικίας τού αυτοκράτορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. processus …

    Dictionary of Greek

  • 102πύλος — Με το όνομα αυτό αναφέρονται τρεις πόλεις: μία της μυκηναϊκής εποχής, μία των κλασικών χρόνων και μία σύγχρονη. 1. Μυκηναϊκή Π. Είναι η πόλη του ομηρικού Νέστορα, του οποίου η δύναμη και η δόξα δεν είχαν σχεδόν τίποτα να ζηλέψουν από τη δόξα και… …

    Dictionary of Greek

  • 103πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 104ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …

    Dictionary of Greek

  • 105σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… …

    Dictionary of Greek

  • 106σαχνισί(νι) — το, Ν αρχιτεκτονική προεξοχή, στεγασμένος κλειστός χώρος τής κατοικίας, ο οποίος, στη λαϊκή αρχιτεκτονική, προεξέχει από τον κορμό, από την οικοδομική γραμμή τού κτηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. şahnişin, λ. περσικής προέλευσης] …

    Dictionary of Greek

  • 107σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… …

    Dictionary of Greek

  • 108σκηνοποιός — (I) ο, ΝΑ κατασκευαστής σκηνών, άτομο που έχει ως επάγγελμά του την κατασκευή σκηνών αρχ. 1. κατασκευαστής πραγμάτων που ανήκουν στη σκηνή θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + ποιός*]. (II) ὁ, Α κατασκευαστής σκήνους, δημιουργός σώματος ως κατοικίας… …

    Dictionary of Greek

  • 109σπίτωμα — το, Ν [σπιτώνω] 1. η εγκατάσταση σε σπίτι, η εξασφάλιση κατοικίας 2. η εγκατάσταση ερωμένης σε ιδιαίτερη κατοικία …

    Dictionary of Greek

  • 110σπιτότοπος — ο, Ν τόπος προορισμένος για οικοδόμηση κατοικίας, οικόπεδο …

    Dictionary of Greek